μορόεις

μορόεις
μορόεις
Grammatical information: adj.
Meaning: μορόεντα as adjunct of ἕρματα `ear-pendants' (?Ξ 183, σ 298).
Other forms: Only acc. pl. n. -οεντα.
Derivatives: Besides μορόεις from μόρος `lot, daeth-lot' (μορόεν ποτόν Nic.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Acc. to H. and Eust. 976, 40 = μετὰ πολλοῦ καμάτου πεπονημένα (from μόρος; after H. also = πόνος); therefore in Q. S. 1, 152 also of τεύχη. -- Prob. rather with LSJ from μόρον `mulberry' as `with the colour, or form, of mulberry'; s. Bleilefeld Arch. Homerica C 4.
Page in Frisk: 2,255

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μορόεις — μορόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος με πολύ κόπο και τέχνη («τρίγληνα μορόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. θανατηφόρος, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορόεις στη φρ. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια …   Dictionary of Greek

  • μορόεις — wrought with much pains masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορόεν — μορόεις wrought with much pains masc voc sg μορόεις wrought with much pains neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορόεντα — μορόεις wrought with much pains neut nom/voc/acc pl μορόεις wrought with much pains masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοροέσσης — μορόεις wrought with much pains fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορόεντι — μορόεις wrought with much pains masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορόεντος — μορόεις wrought with much pains masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορίδιος — α, ο (Α μορίδιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μορίδιο βιολ. η πρώτη εμβρυϊκή μορφή, που αποτελείται από συμπαγή μάζα εμβρυϊκών κυττάρων τα οποία προέρχονται από την αυλάκωση τού γονιμοποιημένου αβγού αρχ. μορόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρος + κατάλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”